κυματιστός

κυματιστός
η , ό волнистый, волнообразный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κυματιστός" в других словарях:

  • κυματιστός — ή, ό [κυματίζω] αυτός που εμφανίζει κυματισμό, αυτός που κινείται κυματοειδώς, κυματοειδής (α. «έχει κυματιστά μαλλιά, ούτε ίσια ούτε σγουρά» β. «ξέχειλο απ τ αστάχινο κυματιστό χρυσάφι και το πιο παραρριχτό βραχόσπαρτο χωράφι», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek

  • κυματιστός — ή, ό κυματοειδής, κυματώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυμάτιστος — η, ο αυτός που δεν κυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κυματιστός < κυματίζω] …   Dictionary of Greek

  • επίσγουρος — ἐπίσγουρος, η, ο (Μ) (για μαλλιά) σγουρός, κυματιστός …   Dictionary of Greek

  • σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»